- ρακτήριος
- -α, -ον, Α1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.)2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.)3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριονὄρχησίς τις»β) «ῥακτήριατύμπανα».[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + επίθημα -τήριος μέσω ενός αμάρτυρου *φακτήρ (πρβλ. φυλακ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.